κατοικούμαι

κατοικούμαι
κατοικούμαι, κατοικήθηκα, κατοικημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
κατοικούμαι : σε μη επίσημο ύφος λόγου κλίνεται και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσοικίζω — Α [οἰκίζω] 1. (σχετικά με ναό) ανεγείρω προκειμένου να εξυπηρετήσω έναν συγκεκριμένο σκοπό 2. παθ. προσοικίζομαι α) ιδρύομαι, κτίζομαι κοντά σε έναν τόπο («ἡ μέν... ἀρχαία πόλις μικρὰ νῆσός τις ἐστιν ἡ δ ὕστερον προσοικισθεῑσα», Διόδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

  • εξοικώ — (Α ἐξοικῶ, έω) [έξοικος] νεοελλ. (για χώρα) ερημώνομαι αρχ. 1. μεταναστεύω 2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση …   Dictionary of Greek

  • ευανδρώ — εὐανδρῶ, έω (Α) [εύανδρος] 1. (για τόπο) κατοικούμαι από πολλούς άνδρες, κυρίως από γενναίους και ενάρετους, είμαι εύανδρος 2. (για ομάδα ανδρών) αποτελούμαι από ακμαίους, γενναίους, γυμνασμένους άνδρες («εὐανδροῡντι πληρώματι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • μυριανδρούμαι — μυριανδροῡμαι, έομαι (Μ) [μυρίανδρος] (για πόλη) κατοικούμαι από μυριάδες άντρες, έχω μεγάλο πληθυσμό …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • πολοικίζομαι — Μ κατοικούμαι από πολλά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύς + οἰκίζομαι (< οἶκος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυανθρωπώ — έω, Α [πολυάνθρωπος] κατοικούμαι από πολλά άτομα …   Dictionary of Greek

  • προσοικώ — έω, Α [οἰκῶ] 1. (το ενεργ. και παθ.) κατοικώ κοντά σε έναν τόπο («τῶν ποταμοῑς καὶ θαλάσσῃ προσοικούντων», Πλάτ.) 2. (για πόλεις) βρίσκομαι κοντά, γειτνιάζω, συνορεύω 3. παθ. προσοικοῡμαι, έομαι α) (για τόπο) κατοικούμαι β) μτφ. είμαι στενά… …   Dictionary of Greek

  • πυκνοκατοικούμαι — έομαι, Ν 1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, η, ο αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι] …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”